- κατάρροια
- κατάρροιαfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάρροια — κατάρροια, ἡ (Α) 1. η ροή προς τα κάτω 2. το συνάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρροια (< ῥοῖα < ῥέω), πρβλ. διά ρροια, παλί ρροια] … Dictionary of Greek
καταρροίας — καταρροίᾱς , κατάρροια fem acc pl καταρροίᾱς , κατάρροια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρροιῶν — κατάρροια fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάρροιαι — κατάρροια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάρροιαν — κατάρροια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)